Λίγα λόγια

Λίγα λόγια από το Χρήστο Γ. Λάζο

Ένας χαμηλός λόφος, πεζούλες που κατεβαίνουν κυματιστά, ξερολιθιές που δείχνουν τα όρια των χωραφιών, ένας δρόμος που σβήνει και χάνεται μες στο τοπίο, κυπαρίσσια, ελιές και πεύκα, και δυο μικρά άσπρα ξωκλήσια, τα “κτίσματα του θεού”, κάτω από έναν ουρανό που στην άκρη του ορίζοντα είναι γαλάζιος και σκοτεινιάζει ανεβαίνοντας μέχρι το σκούρο μπλε του κοβαλτίου. Λαμπερά κίτρινα που έχουν κρατήσει τη θερμότητα του καλοκαιριού, θαλερά πράσινα των δένδρων και των θάμνων, ανοιχτά καφέ της χέρσας γης που σκουραίνουν και πυκνώνουν στις πέτρες της ξερολιθιάς. Τοπίο της Σίφνου, χωρίς σκιές, έξω από το χρόνο, λάμπει από το φως που βγαίνει από μέσα του και απλώνεται παντού. Τοπίο ακατοίκητο, χωρίς καμιά ανθρώπινη φιγούρα, μόνο με τα σημάδια της παρουσίας των ανθρώπων.

Αυτή η περιγραφή ενός από τα έργα της Νίκης Ελευθεριάδη δίνει πολύ καθαρά το στίγμα της τελευταίας δουλειάς της και τα βασικά μοτίβα που συνθέτουν την έκθεση “Μικρά τοπία”. Αυτά τα τοπία δεν είναι ποτέ ρεαλιστικά, δεν απεικονίζουν συγκεκριμένους τόπους, αν και η αρχική εικόνα προέρχεται από έναν τόπο που είτε αποτυπώθηκε στη μνήμη, είτε απαθανατίστηκε σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε από τη Νίκη ή από άλλον φωτογράφο. Το έργο που προκύπτει από το αρχικό ερέθισμα είναι μια σύνθεση της μνήμης και της φαντασίας που διατυπώνει εικαστικά τον διάλογο της Νίκης με το τοπίο. Με αυτό τον τρόπο, το τοπίο μεταμορφώνεται σε έκφραση της ψυχής του δημιουργού και αποκτά σημασίες που μεταφορικά παραπέμπουν σε συναισθήματα, σε επιθυμίες, σε βιώματα και μνήμες, σε προσδοκίες και ματαιώσεις.

Τα έρημα τοπία της Νίκης είναι όμορφα χωρίς να νοιάζονται αν κάποιος τα βλέπει, όπως το τριαντάφυλλο στο περίφημο δίστιχο του Angelus Silesius: “το ρόδο δεν έχει γιατί, ανθίζει επειδή ανθίζει / δεν νοιάζεται για τον εαυτό του, δεν ρωτά, αν κάποιος το βλέπει”(1). “Χωρίς γιατί” δεν σημαίνει βέβαια “χωρίς λόγο”. Άλλο είναι το ουσιαστικό νόημα του δίστιχου. Ο άνθρωπος στο πιο μυστικό βάθος τού είναι του δεν είναι αληθινός παρά μόνον αν είναι, με τον δικό του τρόπο, σαν το ρόδο – χωρίς γιατί. Στην καθημερινή του ζωή, ο άνθρωπος συχνά, με την άκρη του ματιού του, παρακολουθεί τα αποτελέσματα της δράσης του στον κόσμο, παρατηρεί τι σκέφτεται ο κόσμος γι' αυτόν και τι περιμένει από αυτόν. Αναζητά το “γιατί” που δίνει λόγο για την ύπαρξή του μέσα στις εντολές και τις αποκρίσεις που του δίνει ο κόσμος του. Αλλά το ρόδο είναι “χωρίς γιατί”, ανθίζει επειδή ανθίζει, το άνθισμά του είναι ένα πηγαίο άνοιγμα(2).

Έχω τη γνώμη ότι τα τοπία της Νίκης, αυτής της “ασπούδαχτα σπουδασμένης” όπως σωστά παρατηρεί ο Χ. Μπότσογλου, έχουν την ίδια υφή και την ίδια εκφραστική δύναμη. Τα μοτίβα, το χρώμα, το σχέδιο και το νόημα της εικόνας συνθέτουν μια ενότητα πειστική και συνεπή που συνιστά το προσωπικό ύφος της. Μέσα σε αυτό παίρνουν μορφή και υπόσταση τα στοιχεία της λαϊκής και προσωπικής μυθολογίας -τα λαγήνια και τα αγκάθια που παραπέμπουν στη ζωγραφική του πατέρα της, του Τάκη Ελευθεριάδη- η αγάπη της για τη θάλασσα και τα δέντρα, η αισθησιακή σχέση της με τον τόπο και τα πράγματα που διατηρεί τη θερμότητα της άμεσης σωματικής επαφής.

Η Νίκη δεν ζωγραφίζει ποτέ στην ύπαιθρο, βάζοντας το καβαλέτο στο φυσικό χώρο, μια ορισμένη ώρα, σε ένα σημείο με ωραία θέα. Και ποτέ δεν αναπαριστάνει πιστά αυτό που βλέπει. Το τοπίο δουλεύεται στο εργαστήριο και είναι μια σύνθεση που εκφράζει μάλλον ψυχικές καταστάσεις, παρά απεικονίζει έναν πραγματικό κόσμο. Στο έργο που ονομάζει την τοποθεσία -Άγιος Στέφανος- ένα μοναχικό πεύκο, λυγισμένο από τον άνεμο, μέσα σε κίτρινα χορτάρια και χαμηλούς θάμνους, αγναντεύει μια θάλασσα κατάστικτη από τον αφρό των κυμάτων και ένα νησί που μοιάζει ακατοίκητο. Μια παραλία στην Κω, ένα σπίτι πλάι στη θάλασσα με τη μπουγάδα απλωμένη να στεγνώνει στον άνεμο, την αυλή οριοθετημένη με ασβεστωμένα στρογγυλά λιθάρια, μοιάζουν να περιμένουν αυτούς που θα τα κατοικήσουν. Έρημοι τόποι, μοναχικοί και απροστάτευτοι. Εικόνες μοναξιάς, νοσταλγίας, προσμονής και απαντοχής. Αλλά τόποι ανοιχτοί, σαν αγκαλιές, τόποι του πεύκου και του κυπαρισσιού, σημαδεμένοι από όμορφα μαβιά ή γκριζόασπρα γαϊδουράγκαθα.

Τόποι του ονείρου και της φαντασίας που κάποτε γίνονται ανοίκειοι, περίκλειστοι και φοβεροί. Σε ένα άλλο έργο, ζωγραφισμένο στην τραχιά επιφάνεια μιας πλάκας, το ίδιο πεύκο του Άγιου Στέφανου, πάλι λυγισμένο, αλλά τώρα από την άλλη μεριά, στέκει όρθιο σε έναν τόπο κακοτράχαλο που κόβεται από σκοτεινούς όγκους και κλείνεται από μια πυκνή σειρά αχνά γκρίζα κυπαρίσσια που δεν αφήνουν κανένα άνοιγμα.

Δυο έργα που συνδέουν τα “Μικρά τοπία” με την προηγούμενη δουλειά της Νίκης δείχνουν τη λυγερή γυναίκα με λευκό μακρύ φόρεμα και την πλάτη γυρισμένη στο θεατή να ρεμβάζει ολομόναχη το τοπίο. Στο ένα στέκεται σε ένα σημείο πιο ψηλά και αγναντεύει ένα τοπίο με χαμηλούς λόφους και χωράφια χωρισμένα από θάμνους, κομμένο στα δυο από ένα δρόμο με κυπαρίσσια που σέρνεται σαν φίδι και χάνεται στο βάθος του ορίζοντα. Στο άλλο, η ίδια φιγούρα, σε μια βεράντα που κρέμεται στο πουθενά και ορίζεται από περίτεχνα κάγκελα αρτ-ντεκό και μαύρα γαϊδουράγκαθα, ατενίζει τη μεγάλη μαύρη κηλίδα της Καμένης στη Σαντορίνη, κάτω από έναν συννεφιασμένο και βαρύ ουρανό που το λευκό και το ρόδινο στη γραμμή του ορίζοντα γυρίζει πιο ψηλά στο γκρίζο και το μαύρο. Η κόρη δεν φαίνεται να περιμένει κάτι που θα φανεί, αλλά σαν να ετοιμάζεται να φύγει και να χαθεί μες στο τοπίο. Ή μάλλον να γίνει ένα με το τοπίο, να του δώσει το σώμα και την ψυχή της, και να το μεταμορφώσει σε εικόνα του εαυτού της.

Χ. Γ. Λάζος
Κριτικός-Συγγραφέας

(1) “Die Rose ist ohne Warum, sie blühet weil sie blühet / Sie achtet nicht ihrer selbst, fragt nicht, ob man sie siehet”, Angelus Silesius, Cherubinischer Wandersmann, 1, 289.
(2) M. Heidegger, Der Satz vom Grund, γαλ. μετ. A. Préau, Gallimard, 1962, σ. 107-108.

Λίγα λόγια από τον Χρόνη Μπότσογλου

Σαν τα κινήματα της φαντασίας
Ιου ζωγραφίζουνε την ευτυχία...
Δ. Σολωμός

Η Νίκη Ελευθεριάδη ζωγραφίζει τα παιδικά της όνειρα. Ποιος λέει ότι τα όνειρα του παιδιού δεν κρύβουν φόβο και αγωνία! Η Νίκη Ελευθεριάδη ζωγραφίζει τις παιδικές φαντασιώσεις της.
Κόρη του πετρανού ζωγράφου και συγραφέα Τάκη Ελευθεριάδη (ενός πολύ γοητευτικού και σημαντικού ανθρώπου, ο οποίος ανάλωσε την ζωή του στη τέχνη περισσότερο ως αισθητιστής παρά ως καλλιτέχνης), έζησε, σαν παιδί, τη μυθολογία της ομορφιάς μέσα στα βιβλία και τις συλλογές του πατέρα της. Ζεί την ζωή με το δικό της γήινο ταμπεραμέντο το οποίο την οδηγεί ερωτικά ξανά στα πράγματα. Το πάντρεμα αυτών των δύο στοιχείων: μυθολογικό και αισθησιακό, νομίζω ότι το βρίσκουμε στις ζωγραφιές της.

Είναι λοιπόν η Νίκη Ελευθεριάδη «ασπούδαχτα σπουδαγμένη». Η εικαστική διατύπωση που προτείνεται στα έργα της μεταφέρει με ακρίβεια το αίσθημά της. Συχνά μπερδεύουμε τον καλό σχεδιασμό ενός έργου με τον ακαδημαϊκό τρόπο.
Αυτό είναι λάθος. Καλό σχέδιο είναι εκείνο που είναι συνεπές ως προς τον εαυτό του, δηλαδή δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα υπόλοιπα στοιχεία που συντάσσουν την εικόνα, ώστε να δημιουργείται σύγχυση, όπως όταν υπάρχει π.χ. διαφορετική σχεδιαστική αντίληψη από την χρωματική και την συνθετική. Ετσι οι ζωγραφιές της είναι πειστικές γιατί υπάρχει συνέπεια των μορφοπλαστικών στοιχείων με το περιεχόμενο της ζωγραφιάς.
Οι μελαγχολικές κυρίες, οι νωχελικές με τους μακριούς λαιμούς, με τα ονειροπόλα και λυπημένα μάτια, ταυτίζονται με το ανεκπλήρωτο των δικών μου επιθυμιών. Το νησί, αυτό που ζωγραφίζει με τόσες παραλλαγές, το βουνό αυτό με τη πλούσια βλάστηση, τα παλλαϊκά σπίτια με τις βεράντες και τις αυλές δεν υπήρξαν ποτέ. Δεν είναι ούτε στη Λέσβο, ούτε στο Πήλιο, ούτε στο πατρικό της σπίτι. Υπάρχουν στον τόπο της φαντασίωσης των παιδικών της χρόνων, τότε που η επιθυμία της, ασχημάτιστη ακόμη, είχε το σχήμα της αναμονής. Δεν διηγείται λοιπόν ούτε γάμους, ούτε πανηγύρια, ούτε καν στιγμές της καθημερινότητας. Αυτές οι παρουσίες, μας περιμένουν για να τις χαρούμε έξω από τον χρόνο. Ανήκουν σε ένα κόσμο, που είναι όμοιος με τον δικό μας που απουσιάζουν οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις του. Ένα κόσμο που όλα συνομιλούν ποιητικά και συνυπάρχουν.
Χρόνης Μπότσογλου
Καθηγητής Α.Σ.Κ.Τ.

Λίγα λόγια από την Χριστίνα Ντουνιά

... Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως ...
«Ἅξιον εστί», Οδυσσέας Ελύτης

Ο λυρισμός της Νίκης

Όταν βρίσκομαι ανάμεσα στους πίνακες της Νίκης Ελευθεριάδη, νιώθω στιγμές-στιγμές να γίνομαι ανάλαφρη όπως στα όνειρα.
Δε μιλώ µόνο για την εκστατική εμπειρία που µας δίνει η επικοινωνία µας µε το αυθεντικό έργο τέχνης, αλλά για ένα συναίσθημα ιδιαίτερο που συνδυάζει το παραμυθητικό µε το οικείο. Μέσα από µια διάφανη στιλπνότητα, μέσα από ένα φίλτρο ραφιναρισμένης συγκίνησης τα χρώματα της ζωντανεύουν συναισθήματα και μνήμες, αναδίνουν το άρωμα του βιωμένου τόπου και τη νοσταλγία του άχρονου που ενεδρεύει πίσω από την καθημερινότητα. Τα υλικά της τα θερμαίνει η επιθυμία μιας μόνιμα ερωτικής σχέσης µε τα πράγματα. Αυτή η επιθυμία τη μεταφέρει μοιραία στην εποχή ενός Παραδείσου που εκείνη αποτελούσε ένα αναπόσπαστο στοιχείο του. Ακριβώς όπως και οι λυγερές µε τη νεραϊδένια χάρη που ρεμβάζουν στον νησιώτικο ορίζοντα. Όταν κοιτάζω τους πίνακες της Νίκης, αναγνωρίζω κάτι από την επιφάνεια, αλλά κυρίως διακρίνω το υπέδαφος αυτού του παραδεισένιου κήπου που βγάζει στη θάλασσα. Συνάντησα τη Νίκη στα δεκάξι της στην Πέτρα. Ένα κορίτσι «που έμοιαζε σαν απ' την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Έρως», όπως θα έλεγε για τις ιδανικές μορφές του ο Καβάφης. Πλάσμα σχεδόν εξωπραγματικό για το μικρό χωριό της Λέσβου, ζούσε σε ένα σπίτι γεμάτο πίνακες, βιβλία και μουσικές. Σ' αυτό το σπίτι, µε τον τεράστιο κήπο να κρύβει τις κρυφές αταξίες της κι ένα ποδήλατο να την οδηγεί καθημερινά στους δρόμους της θάλασσας, μεγάλωνε η κόρη του ζωγράφου Τάκη Ελευθεριάδη. Άκουγε την κλασσική μουσική του πατέρα της και τους αρχέγονους ήχους της φύσης. Ξεφύλλιζε τα βιβλία τέχνης που έφταναν από το εξωτερικό και μάζευε κοχύλια, αστερίες και αχινούς.
Είχε μιαν αυθάδικη ειλικρίνεια στο βλέμμα και ένα πάθος για τα δέντρα και τη θάλασσα. Μπορεί η αλήθεια του προσώπου να αποτυπώνεται τώρα στις γυναικείες φιγούρες της µε µια μελαγχολική ένταση που απορροφά την εφηβική ανεμελιά και χρωματίζει την έκφραση της µε την εμπειρία της απώλειας. Όμως το πάθος για τη θάλασσα και τη νησιωτική φύση διατηρείται αναλλοίωτο: τρέφει και τρέφεται από τις ζωγραφιές της Νίκης. Στην καινούργια ενότητα του έργου της, όπου οι ελιές και οι πορτοκαλιές αναδεικνύονται σε κυρίαρχο θεματικό μοτίβο, η θάλασσα παραμένει το σταθερό αγαπημένο φόντο. Άλλοτε κοντινή και άλλοτε µακρινή, από το μπλε βαθύ ως το ασημί, συντροφεύει διακριτικά, μοναχικές η αγκαλιασμένες μικρές ελιές, κυπαρίσσια που δείχνουν τον ουρανό, τρυφερές πορτοκαλιές, ταπεινούς θάμνους και χρυσά χωράφια. Είναι αυτή που δεν αφήνει τον Παράδεισο να χαθεί μαζί µε τα σπίτια που γέμισαν «rooms to let», τους δρόμους που βρωμίζουν από τα λάδια των αυτοκινήτων, τις παραλίες που έγιναν οικόπεδα, τα τζιτζίκια που σωπαίνουν τα μεσημέρια, τη νεότητα που αποσύρεται από το σφρίγος του σώματος στην περιοχή της ψυχής-αόρατη στην επιπόλαιη ενατένιση. Οι πίνακες της Νίκης είναι διαποτισμένοι από την υγρασία των χλωρών αισθήσεων και από το ρεμβασμό ενός λεπταίσθητου εσωτερικού χώρου. Έχουν την αθωότητα μιας αυθεντικής ενόρασης και τη σοφία μιας απόλυτα αφομοιωμένης εμπειρίας. Μοιάζουν από αυτή την άποψη µε τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Κάθε ζωγραφιά της είναι ξεχωριστή αλλά και δεμένη µε τις άλλες σε µια ενότητα λυρική. Ένας κόσμος προστατευμένος, ίσως περίκλειστος. Αλλά και ένας κόσμος ανοιχτός και φιλόξενος σ’ εκείνον που μπορεί να συντονιστεί µε την ποιητική συχνότητα των εικόνων του.

Χριστίνα Ντουνιά
Συγγραφέας - Φιλόλογος

Λίγα λόγια από την Μαρία Γ. Μόσχου

Γιατί να δημιουργείς ένα έργο, όταν είναι τόσο όμορφο και μόνο να τ’ ονειρεύεσαι!
Ανώνυμος μαΐστωρ (φερόμενος ως μαθητής του Giotto).
Από την ταινία Δεκαήμερο του Pier Paolo Pasolini (1971).

Η Νίκη Ελευθεριάδη ζωγραφίζει και εκθέτει επί τριάντα δύο χρόνια. Όπως δηλώνει η ίδια, «η ζωγραφική είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου».
Κόρη του ζωγράφου και λογοτέχνη Τάκη Ελευθεριάδη (1911-1987), μεγάλωσε στην Πέτρα της Λέσβου, σε ένα αρχοντικό του τέλους του 19ου αιώνα κατάφορτο από έργα του αυτοδίδακτου πατέρα της, όσο και άλλων καλλιτεχνών, όπως του Γουναρόπουλου, του Τσαρούχη και του Κανέλλη. Ο Τάκης Ελευθεριάδης υπήρξε καλλι­τέχνης-διανοούμενος (στην εξαιρετική βιβλιοθήκη του περιλαμβάνον­ται εκδόσεις υψηλής αισθητικής αξίας, που αντανακλούν το εν­δια­­φέρον του ιδίως για τις εξελίξεις της μοντέρνας τέχνης), αλλά και χαρισματικός συλλέκτης έργων λαϊκής τέχνης (όπως σπάνιων κεραμικών, πήλινων γλυπτών και πινάκων του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ). Τα παραπάνω έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής παιδείας της Νίκης Ελευθεριάδη. Η ίδια αναφέρει: «Το υπνοδωμάτιό μου είχε οκτώ έργα του Θεόφιλου στους τοίχους. Έτσι, μάλλον ήταν αναπόφευκτο να ζωγραφίζω, όταν ήμουν παιδί —όπως όλα τα παιδιά— και να συνεχίσω μεγαλώνοντας. Και ίσως στα έργα του Θεόφιλου να οφείλεται το είδος της ζωγραφικής που κάνω». Η προνομιακή, όσο και ιδιότυπη, ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ανατράφηκε η ζωγράφος φαίνεται ότι της δημιούργησε αντιστάσεις —αν όχι αδιαφορία— για την πρόοδο των εικαστικών της σπουδών στο Παρίσι. Στη συνέχεια, ο σύντροφος της ζωής της, Πέτρος Βέργος (εκδότης και δημοπράτης έργων τέχνης και σπάνιων βιβλίων) επέδρασε καταλυτικά στην εκδίπλωση της καλλιτεχνικής της φυ­σιο­γνωμίας, ενθαρρύνοντας τους πειραματισμούς της και υποστηρίζοντας τις επιλογές της προς τη συγκρότηση ενός αναγνωρίσιμου, προσωπικού ύφους.

Οι τριάντα πίνακες που παρουσιάζονται στην έκθεση «Συναν­τήσεις και αναμονές» δημιουργήθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια στην Πέτρα της Λέσβου και στο εργαστήρι της Νίκης Ελευθεριάδη στα Εξάρ­χεια. Η ίδια θεωρεί ότι «στα έργα αυτής της ενότητας υπάρχει έντονα το αίσθημα της μοναξιάς και της αποστασιοποίησης, ενώ, ταυτοχρόνως, οι συνθέσεις γίνονται πιο στιβαρές και περισσότερο σχεδιασμένες, σαν να υποβαστάζουν έναν θρυμματισμένο συναισθηματικό κόσμο». Η Ελευθεριάδη αναφέρεται σε τεχνοτροπικά στοιχεία του εκτιθέμενου έργου της, προσδίδοντας σε αυτό σαφή αυτοβιογραφική ερμηνεία: «Για να μπορέσω να ισορροπήσω δύσ­κο­λες καταστάσεις και συναισθήματα, τα τελευταία δύο χρόνια χρησιμοποιώ έντονα χρώματα, ιδίως κίτρινα και κόκκινα». Η επίμονη ζωγραφική της δραστηριότητα προσλαμβάνει τον χαρακτήρα υπαρξιακής παραμυθίας υπό το άλγος της αδιέξοδης πραγματικότητας: «Ανοίγω παράθυρα και δραπετεύω μέσα στους ίδιους μου τους πίνακες». Η εν εγρηγόρσει επιθυμία της Ελευθε­ριά­δη να υπερασπίζεται απροκάλυπτα, αν όχι πεισματικά, το προσωπι­κό περιεχόμενο των έργων της υποστασιοποιείται σε μια συγκεκριμένη, γνώριμη θεματική: κήποι της Λέσβου που μπαίνουν μες στη θάλασσα, πολύχρωμοι αγροί, τοπία με κουκουναριές, βεράντες με θέα το Αιγαίο, αστικά εσωτερικά, αλλά και όψεις του δομημένου περιβάλλοντος της πόλης, με τη σφραγίδα πάντα της γυναίκας είτε ως παρουσίας, είτε υπό το βλέμμα της.
Η αναπαραστατική προφάνεια των έργων συχνά εντείνεται με την επίπονη απόδοση λεπτομερειών. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια ζωγραφική που εξαντλείται σε περιγραφική επιτήδευση, ούτε ενδίδει στην μιμητική αληθοφάνεια. Το καδράρισμα των εικόνων (άλλοτε εντελώς αναμενόμενο κι άλλοτε αιφνίδιο), οι γωνίες λήψης του κυρίως θέματος και των επιμέρους μορφικών στοιχείων και οι πολλαπλοί φωτισμοί που διαφοροποιούνται μέσα στον ίδιο πίνακα, σε συνδυασμό με ‘παγωμένα’ φωτογραφικά ‘στησίματα’ συνη­γορούν υπέρ μιας ‘παραβατικής’ ζωγραφικής, η οποία τεχνηέν­τως επαμφοτερίζει τεχνοτροπικά, κρατώντας ισορροπίες συνέπειας των εκφραστικών αξιών που υπηρετεί.
Παρά το φαινομενικά σταθερό θεματολόγιο —ιδίως των τελευταίων χρόνων— η Νίκη Ελευθεριάδη είναι δεινός θηρευτής συνθετικών μοτίβων, οπουδήποτε κι αν ενδημούν. Συλλέκτης και η ίδια αντικειμένων τέχνης πάσης προελεύσεως, αντλεί από ένα αρχείο-παρακαταθήκη, στο οποίο, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται προσωπικές φωτογραφίες από τα συχνά της ταξίδια ανά την υφήλιο, επιτοίχια κολάζ που συνεχώς ανασυνθέτει, απομονώνοντας συνήθως λεπτομέρειες από κάθε λογής εικονογραφημένα έντυπα, σκαρι­φήματα εν είδει ζωγραφικών σημειώσεων για μελλοντικά έργα. Τα παραπάνω συμβάλλουν, πιστεύω, στην κατανόηση διαδικασιών που μετέρχεται η ζωγράφος, επαληθεύοντας την αντίληψή της για την ‘κυοφορία’ νέων εικόνων μέσα σε ήδη δημιουργημένους πίνακες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελευθεριάδη επιδιώκει μιαν ιδιάζουσα συνοχή στο σώμα των έργων κάθε έκθεσης, αποσκοπώντας, παράλληλα, στην αυτονομία του κάθε πίνακα.
Η επιμελής και μαζί απροσδόκητη συνύπαρξη συνθετικών στοιχείων και η εκ νέου μετάπλασή τους συχνά εκπλήσσουν τον ανυποψίαστο θεατή, που διαισθάνεται την οικειότητα, δίχως να είναι σε θέση να κατανοήσει τον ψυχικό εναγκαλισμό του με το έργο, πολύ περισσότερο, καθώς η ζωγράφος ‘σφραγίζει’ τις εικόνες σύμβολα αειθαλή και οικεία («ο κόκορας στη ζωγραφική μου υποκαθιστά την αντρική παρουσία…»). Όχι σπάνια στις συνθέσεις της Ελευθεριάδη αξιοποιούνται στοιχεία που οδηγούν τον θεατή ασυναίσθητα σε μιαν υποχρεωτική πορεία ανάγνωσης της εικόνας, όπως τα κιγκλιδώματα που (σύμφωνα με τα λεγόμενα της ζωγράφου) τέμνουν τον πίνακα, «δημιουργώντας δύο εκφραστικά επίπεδα». Πιο εμφατικά, η ζωγράφος υποστηρίζει πως «η σήμανση αυτή υποδηλώνει ανάγκες προσωπικών ορίων ανάμεσα στην επιθυμία και την απαγόρευση, τη φαντασία και την πραγματικότητα, το εφικτό και το ανέφικτο». Κατ’ αναλογία, τέτοιες «σημάνσεις» μπορεί να αναγνωριστούν στη συνθετική διάταξη τειχίων ή σε παράθυρα-πίνακες όπου η ζωγραφική επιφάνεια οριοθετείται τμηματικά, υποστηρίζοντας αβίαστα τη δομική διάρθωση του χώρου.
Έχει παρατηρηθεί ότι πρόκειται για έναν ζωγραφικό κόσμο «προστατευμένο», «περίκλειστο», ωστόσω —εικάζω— όχι ερμητικό. Η ζωγράφος μοιάζει να ‘χαρτογραφεί’ με επιδέξια συνθετικά τεχνάσματα στιγμές ενός (εξουδετερωμένου;) αναμνηστικού παρελ­θόντος ή ενδεχομένως ‘μεταμφιέζει’ μορφές σύγχρονης ζωής υπό επιτήρηση. Σε κάθε περίπτωση, η Νίκη Ελευθε­ριάδη βρίσκει βάναυση, αν όχι βασανιστική, την ασκήμια της πραγματικότητας και επιχειρεί συλλήβδην την εξιδανίκευσή της είτε πρόκειται για τη φύση, είτε για αστικά τοπία, είτε τέλος για τις (οιονεί άυλες) νεαρές κυρίες, που με τον παθητικό ρομαντισμό τους μεταστοιχειώνουν τόπους επισκέψιμους.

Mαρία Γ. Μόσχου
Δρ Ιστορίας της Τέχνης

© All Rights Reserved - Niki Eleftheriadi